- αδικοθανατίζω
- [αδικοθάνατος]1. αδικοθανατεύω*2. καταριέμαι κάποιον να πεθάνει άδικα ή προκαλώ σ’ αυτόν άδικο θάνατο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδικοθανατίζω — ισα, και αδικοθανατώ ησα, αδικοθανατισμένος, πεθαίνω άδικα, με βρίσκει άδικος θάνατος: Στην τουρκοκρατία πολλοί ήταν εκείνοι που αδικοθανάτισαν στην Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικοθάνατος — η, ο 1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα 2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + θάνατος. ΠΑΡ. αδικοθανατίζω] … Dictionary of Greek